ορθόσημος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ορθόσημος < ελληνιστική κοινή ὀρθόσημος
Επίθετο
[επεξεργασία]ορθόσημος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ορθόσημος
|