ορνιθολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορνιθολογικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ορνιθολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την ορνιθολογία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορνιθολογικός