οστεόλιθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οστεόλιθος | οι | οστεόλιθοι |
γενική | του | οστεόλιθου & οστεολίθου |
των | οστεόλιθων & οστεολίθων |
αιτιατική | τον | οστεόλιθο | τους | οστεόλιθους & οστεολίθους |
κλητική | οστεόλιθε | οστεόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οστεόλιθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteolite < αρχαία ελληνική ὀστέον / ὀστοῦν + λῐ́θος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οστεόλιθος αρσενικό
- (σπάνιο) απολιθωμένο οστό
- (ιατρική) περιοχή αυξημένης οστικής μάζας
- (ορυκτολογία) είδος απατίτη ή φωσφορικού ασβεστίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)