οσχεοπλαστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οσχεοπλαστική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική oscheoplasty < ελληνιστική κοινή ὄσχεον + αρχαία ελληνική πλάστης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οσχεοπλαστική θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική επέμβαση στο όσχεο για την αποκατάσταση μιας οσχεοκήλης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οσχεοπλαστική
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)