ουροσκοπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουροσκοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική uroscopy + -ία < αρχαία ελληνική οὖρον + σκοπέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουροσκοπία θηλυκό
- (ιατρική) η εξέταση ούρων σε μικροβιολογικό εργαστήριο για διαγνωστικούς / ιατρικούς λόγους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ουροσκοπικός
- → δείτε τις λέξεις ούρο και σκοπός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)