πανεύκολος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πανεύκολος, -η, -ο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ευκολότατος (υπερθετικός βαθμός)
- → δείτε επίσης τις εκφράσεις ευκολάκι και παιχνιδάκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πάρα πολύ εύκολος