πανταλόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πανταλόνι | τα | πανταλόνια |
γενική | του | πανταλονιού | των | πανταλονιών |
αιτιατική | το | πανταλόνι | τα | πανταλόνια |
κλητική | πανταλόνι | πανταλόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πανταλόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική pantaloni < Pantalone (από τον ομώνυμο χαρακτήρα Πανταλόνε της ιταλικής κωμωδίας) < Pantaleon < αρχαία ελληνική Πανταλέων (αντιδάνειο) < πᾶς + λέων
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pan.daˈlo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ντα‐λό‐νι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πανταλόνι ουδέτερο
- (παρωχημένο) παρωχημένη μορφή του παντελόνι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)