παραβαλβιδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραβαλβιδικός < παρα- + βαλβιδικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική paravalvular)
Επίθετο[επεξεργασία]
παραβαλβιδικός
- (ιατρική, ανατομία) που έχει σχέση με (προβλήματα που αφορούν) την περιοχή δίπλα ή γύρω από την βαλβίδα της καρδιάς ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραβαλβιδικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρα- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)