παραβαλβιδικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραβαλβιδικός η παραβαλβιδική το παραβαλβιδικό
      γενική του παραβαλβιδικού της παραβαλβιδικής του παραβαλβιδικού
    αιτιατική τον παραβαλβιδικό την παραβαλβιδική το παραβαλβιδικό
     κλητική παραβαλβιδικέ παραβαλβιδική παραβαλβιδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραβαλβιδικοί οι παραβαλβιδικές τα παραβαλβιδικά
      γενική των παραβαλβιδικών των παραβαλβιδικών των παραβαλβιδικών
    αιτιατική τους παραβαλβιδικούς τις παραβαλβιδικές τα παραβαλβιδικά
     κλητική παραβαλβιδικοί παραβαλβιδικές παραβαλβιδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραβαλβιδικός < παρα- + βαλβιδικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική paravalvular)

Επίθετο[επεξεργασία]

παραβαλβιδικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]