παραγώνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραγώνι ουδέτερο
- ο χώρος μπροστά στο τζάκι
- Θα είχα και γω αγγονάκια, θα τους έλεγα παραμύθια στο παραγώνι το χειμώνα (Ανδρέας Καρακαβίτσας, Τα δυο σκέλεθρα)
- Σαν ήρθεν ο Χρηστάκης στο σπίτι, εκαθήσαμε στο παραγώνι κ’ εχωρίσαμε την φωτιά σε δυο μεριές, και άρχισεν ο Μιχαήλος να βάζει τα σούρβα στην μέση πα’ στην καυτερή την πλάκα, για να διούμε την τύχη μας. (Γεώργιος Βιζυηνός, Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου)
- (συνεκδοχικά) το τζάκι