παρατηρησιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρατηρησιακός < παρατήρησ(η) + -ιακός
Επίθετο[επεξεργασία]
παρατηρησιακός
- που έχει σχέση με την παρατήρηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ↪ παρατηρησιακή αστροφυσική
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη παρατηρώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρατηρησιακός
|