παρεξηγήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παρεξηγήσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να παρεξηγηθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παρεξηγημένος
- παρεξήγηση
- παρεξηγησιάρης
- παρεξηγούμαι
- παρεξηγώ
- → δείτε τις λέξεις παρά και εξηγώ
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρεξηγήσιμος