παρεξηγήσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρεξηγήσιμος η παρεξηγήσιμη το παρεξηγήσιμο
      γενική του παρεξηγήσιμου της παρεξηγήσιμης του παρεξηγήσιμου
    αιτιατική τον παρεξηγήσιμο την παρεξηγήσιμη το παρεξηγήσιμο
     κλητική παρεξηγήσιμε παρεξηγήσιμη παρεξηγήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρεξηγήσιμοι οι παρεξηγήσιμες τα παρεξηγήσιμα
      γενική των παρεξηγήσιμων των παρεξηγήσιμων των παρεξηγήσιμων
    αιτιατική τους παρεξηγήσιμους τις παρεξηγήσιμες τα παρεξηγήσιμα
     κλητική παρεξηγήσιμοι παρεξηγήσιμες παρεξηγήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρεξηγήσιμος < παρεξηγώ (παρεξήγησα) + -ιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

παρεξηγήσιμος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]