παροξυσμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παροξυσμικός < παροξυσμός + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
παροξυσμικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον παροξυσμό ή οδηγεί σ’ αυτόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις παροξυσμός, οξύνω και οξύς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παροξυσμικός