παροξυσμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παροξυσμός < αρχαία ελληνική παροξυσμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παροξυσμός αρσενικό
- κάθε αιφνίδιο, βίαιο ξέσπασμα
- (μεταφορικά) η μανία
- ιατρική νευρική εκδήλωση μικράς διάρκειας που επέρχεται και λήγει απότομα.