πενταήμερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πενταήμερος < πεντα- + -ήμερος (ημέρα) Συγκρίνετε με το πενθήμερος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pen.daˈi.me.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντα‐ή‐με‐ρος
Επίθετο[επεξεργασία]
πενταήμερος, -η, -ο
- άλλη μορφή του πενθήμερος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πενταήμερος
→ δείτε τη λέξη πενθήμερος |