πεντηκονθήμερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεντηκονθήμερος η πεντηκονθήμερη το πεντηκονθήμερο
      γενική του πεντηκονθήμερου της πεντηκονθήμερης του πεντηκονθήμερου
    αιτιατική τον πεντηκονθήμερο την πεντηκονθήμερη το πεντηκονθήμερο
     κλητική πεντηκονθήμερε πεντηκονθήμερη πεντηκονθήμερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεντηκονθήμεροι οι πεντηκονθήμερες τα πεντηκονθήμερα
      γενική των πεντηκονθήμερων των πεντηκονθήμερων των πεντηκονθήμερων
    αιτιατική τους πεντηκονθήμερους τις πεντηκονθήμερες τα πεντηκονθήμερα
     κλητική πεντηκονθήμεροι πεντηκονθήμερες πεντηκονθήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεντηκονθήμερος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

πεντηκονθήμερος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]