πεντηκοντούτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεντηκοντούτης οι πεντηκοντούτηδες
      γενική του πεντηκοντούτη των πεντηκοντούτηδων
    αιτιατική τον πεντηκοντούτη τους πεντηκοντούτηδες
     κλητική πεντηκοντούτη πεντηκοντούτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεντηκοντούτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεντηκοντούτης (επίθετο) < πεντήκοντα + -έτης (έτος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεντηκοντούτης αρσενικό (θηλυκό πεντηκοντούτις)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

τριακοντούτης τεσσαρακοντούτης πεντηκοντούτης εξηκοντούτης εβδομηκοντούτης ογδοηκοντούτης ενενηκοντούτης εκατοντούτης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεντηκοντούτης < συνηρημένος τύπος του άχρηστου[1] *πεντηκοντοέτης < πεντηκονταέτης < < πεντήκοντα + -έτης (έτος)

Επίθετο[επεξεργασία]

πεντηκοντούτης, -ης, -ες

  • πενηντάχρονος, που διαρκεί πενήντα χρόνια
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 27
    ἐπειδὴ γὰρ αἱ πεντηκοντούτεις σπονδαὶ ἐγένοντο καὶ ὕστερον ἡ ξυμμαχία, καὶ αἱ ἀπὸ τῆς Πελοποννήσου πρεσβεῖαι, αἵπερ παρεκλήθησαν ἐς αὐτά, ἀνεχώρουν ἐκ τῆς Λακεδαίμονος.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «πεντηκοντούτης» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

Πηγές[επεξεργασία]