πεντηκοντοῦτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεντηκοντοῦτις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεντηκοντοῦτις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεντηκοντοῦτις θηλυκό
- (καθαρεύουσα) πενηντάχρονη
- ※ Θὰ ἐπροτιμοῦσε νὰ ἐγίνετο καλόγρια. Ἀλλὰ τώρα εἶχε κόρας ἐν ὥρᾳ γάμου καὶ υἱοὺς καὶ ἦτο σχεδὸν πεντηκοντοῦτις. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αμαρτίας φάντασμα)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πεντηκοντουτιδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | πεντηκοντοῦτις | αἱ | πεντηκοντούτιδες | |
γενική | τῆς | πεντηκοντούτιδος | τῶν | πεντηκοντουτίδων | |
δοτική | τῇ | πεντηκοντούτιδῐ | ταῖς | πεντηκοντούτισῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | πεντηκοντοῦτιν | τὰς | πεντηκοντούτιδᾰς | |
κλητική ὦ! | πεντηκοντοῦτι | πεντηκοντούτιδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεντηκοντούτιδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | πεντηκοντουτίδοιν | |||
Ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού: δείτε και πεντηκοντούτεις στο επίθετο πεντηκοντούτης. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πεντηκοντοῦτις < θηλυκό του πεντηκοντούτης (επίθετο), συνηρημένος τύπος του άχρηστου[1] *πεντηκοντοέτης < πεντηκονταέτης < πεντήκοντα + -έτης ἔτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πεντηκοντοῦτις θηλυκό
- πενηντάχρονη
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, ε 32
- ὅμως δὲ ἐλθόντες ἐς τοὺς Βοιωτοὺς ἐδέοντο σφῶν τε καὶ Ἀργείων γίγνεσθαι ξυμμάχους καὶ τἆλλα κοινῇ πράσσειν: τάς τε δεχημέρους ἐπισπονδάς, αἳ ἦσαν Ἀθηναίοις καὶ Βοιωτοῖς πρὸς ἀλλήλους οὐ πολλῷ ὕστερον γενόμεναι [τούτων] τῶν πεντηκοντουτίδων σπονδῶν, ἐκέλευον οἱ Κορίνθιοι τοὺς Βοιωτοὺς ἀκολουθήσαντας Ἀθήναζε καὶ σφίσι ποιῆσαι, [ὥσπερ Βοιωτοὶ εἶχον,] μὴ δεχομένων δὲ Ἀθηναίων ἀπειπεῖν τὴν ἐκεχειρίαν καὶ τὸ λοιπὸν μὴ σπένδεσθαι ἄνευ αὐτῶν.
[επεξεργασία]
- ↑ «πεντηκοντούτης» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Καθαρεύουσα από τα αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά από τα αρχαία ελληνικά (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἔρις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)