πεντηκοντοῦτις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεντηκοντοῦτις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεντηκοντοῦτις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεντηκοντοῦτις θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πεντηκοντουτιδ-
ονομαστική πεντηκοντοῦτις αἱ πεντηκοντούτιδες
      γενική τῆς πεντηκοντούτιδος τῶν πεντηκοντουτίδων
      δοτική τῇ πεντηκοντούτιδ ταῖς πεντηκοντούτισ(ν)
    αιτιατική τὴν πεντηκοντοῦτιν τὰς πεντηκοντούτιδᾰς
     κλητική ! πεντηκοντοῦτι πεντηκοντούτιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεντηκοντούτιδε
γεν-δοτ τοῖν  πεντηκοντουτίδοιν
Ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού: δείτε και πεντηκοντούτεις στο επίθετο πεντηκοντούτης.
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεντηκοντοῦτις < θηλυκό του πεντηκοντούτης (επίθετο), συνηρημένος τύπος του άχρηστου[1] *πεντηκοντοέτης < πεντηκονταέτης < πεντήκοντα + -έτης ἔτος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πεντηκοντοῦτις θηλυκό

  • πενηντάχρονη
    ※ 5ος αιώνας πκε  Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, ε 32
    ὅμως δὲ ἐλθόντες ἐς τοὺς Βοιωτοὺς ἐδέοντο σφῶν τε καὶ Ἀργείων γίγνεσθαι ξυμμάχους καὶ τἆλλα κοινῇ πράσσειν: τάς τε δεχημέρους ἐπισπονδάς, αἳ ἦσαν Ἀθηναίοις καὶ Βοιωτοῖς πρὸς ἀλλήλους οὐ πολλῷ ὕστερον γενόμεναι [τούτων] τῶν πεντηκοντουτίδων σπονδῶν, ἐκέλευον οἱ Κορίνθιοι τοὺς Βοιωτοὺς ἀκολουθήσαντας Ἀθήναζε καὶ σφίσι ποιῆσαι, [ὥσπερ Βοιωτοὶ εἶχον,] μὴ δεχομένων δὲ Ἀθηναίων ἀπειπεῖν τὴν ἐκεχειρίαν καὶ τὸ λοιπὸν μὴ σπένδεσθαι ἄνευ αὐτῶν.

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «πεντηκοντούτης» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.