περικαρδιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περικαρδιακός < περικάρδ(ιο) + -ακός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.kaɾ.ði.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐καρ‐δι‐α‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
περικαρδιακός, -ή, -ό
- (καρδιολογία, ανατομία) που έχει σχέση με το περικάρδιο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περικαρδιακός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με επίθημα -ακός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Καρδιολογία (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)