περιοχικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιοχικός < περιοχή + -ικός < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική περιέχω < περί + ἔχω
Επίθετο
[επεξεργασία]περιοχικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που αφορά μια περιοχή ή αναφέρεται σ’ αυτή
- Η παράταση της κρίσης και η αναμενόμενη αύξηση του αριθμού των προσφύγων γίνονται πια ένα μείζονος σημασίας περιοχικό πρόβλημα το οποίο απειλεί να δημιουργήσει τριγμούς στις εσωτερικές δομές των βαλκανικών χωρών. (*)