πετρέλαιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πετρέλαιον τὰ πετρέλαια
      γενική τοῦ πετρελαίου τῶν πετρελαίων
      δοτική τῷ πετρελαί τοῖς πετρελαίοις
    αιτιατική τὸ πετρέλαιον τὰ πετρέλαια
     κλητική ! πετρέλαιον πετρέλαια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πετρέλαιον < πέτρ(α) + -έλαιον, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pétrole[1] < μεσαιωνική λατινική petroleum

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πετρέλαιον ουδέτερο

Αναφορές[επεξεργασία]