πετρέλαιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πετρέλαιον | τὰ | πετρέλαια | ||||
γενική | τοῦ | πετρελαίου | τῶν | πετρελαίων | ||||
δοτική | τῷ | πετρελαίῳ | τοῖς | πετρελαίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | πετρέλαιον | τὰ | πετρέλαια | ||||
κλητική ὦ! | πετρέλαιον | πετρέλαια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πετρέλαιον < πέτρ(α) + -έλαιον, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pétrole[1] < μεσαιωνική λατινική petroleum
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πετρέλαιον ουδέτερο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πετρέλαιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (καθαρεύουσα)
- Λέξεις με επίθημα -έλαιον (καθαρεύουσα)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Καθαρεύουσα
- Ουσιαστικά (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)