πετρελαιοκίνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πετρελαιοκίνητος < πετρέλαι(ο) + -ο- + -κίνητος
Επίθετο[επεξεργασία]
πετρελαιοκίνητος, -η, -ο
- (για όχημα) που κινείται με τη χρήση πετρελαίου ως καυσίμου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πετρελαιοκίνηση
- πετρελαιοκινητήρας
- → δείτε τις λέξεις πετρέλαιο και κινώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πετρελαιοκίνητος