πετρελαιοκίνητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετρελαιοκίνητος η πετρελαιοκίνητη το πετρελαιοκίνητο
      γενική του πετρελαιοκίνητου της πετρελαιοκίνητης του πετρελαιοκίνητου
    αιτιατική τον πετρελαιοκίνητο την πετρελαιοκίνητη το πετρελαιοκίνητο
     κλητική πετρελαιοκίνητε πετρελαιοκίνητη πετρελαιοκίνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετρελαιοκίνητοι οι πετρελαιοκίνητες τα πετρελαιοκίνητα
      γενική των πετρελαιοκίνητων των πετρελαιοκίνητων των πετρελαιοκίνητων
    αιτιατική τους πετρελαιοκίνητους τις πετρελαιοκίνητες τα πετρελαιοκίνητα
     κλητική πετρελαιοκίνητοι πετρελαιοκίνητες πετρελαιοκίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πετρελαιοκίνητος < πετρέλαι(ο) + -ο- + -κίνητος

Επίθετο[επεξεργασία]

πετρελαιοκίνητος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]