πιατάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιατάκι | τα | πιατάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πιατάκι | τα | πιατάκια |
κλητική | πιατάκι | πιατάκια | ||
όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιατάκι < πιάτο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιατάκι ουδέτερο
- ένα μικρό πιάτο
- μικρός δίσκος με εσοχή για τη τοποθέτηση φλιτζανιών και ποτηριών