πιθανοφανής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πιθανοφανής | η | πιθανοφανής | το | πιθανοφανές |
γενική | του | πιθανοφανούς* | της | πιθανοφανούς | του | πιθανοφανούς |
αιτιατική | τον | πιθανοφανή | την | πιθανοφανή | το | πιθανοφανές |
κλητική | πιθανοφανή(ς) | πιθανοφανής | πιθανοφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πιθανοφανείς | οι | πιθανοφανείς | τα | πιθανοφανή |
γενική | των | πιθανοφανών | των | πιθανοφανών | των | πιθανοφανών |
αιτιατική | τους | πιθανοφανείς | τις | πιθανοφανείς | τα | πιθανοφανή |
κλητική | πιθανοφανείς | πιθανοφανείς | πιθανοφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πιθανοφανής, -ής, -ές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πιθανοφανής
|