πλαγινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλαγινός | η | πλαγινή | το | πλαγινό |
γενική | του | πλαγινού | της | πλαγινής | του | πλαγινού |
αιτιατική | τον | πλαγινό | την | πλαγινή | το | πλαγινό |
κλητική | πλαγινέ | πλαγινή | πλαγινό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλαγινοί | οι | πλαγινές | τα | πλαγινά |
γενική | των | πλαγινών | των | πλαγινών | των | πλαγινών |
αιτιατική | τους | πλαγινούς | τις | πλαγινές | τα | πλαγινά |
κλητική | πλαγινοί | πλαγινές | πλαγινά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλαγινός < μεσαιωνική ελληνική πλαγινός < πλάγι < αρχαία ελληνική πλάγιον, ουδέτερο του πλάγιος
Επίθετο[επεξεργασία]
πλαγινός
- άλλη μορφή του πλαϊνός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλαγινός
|