πλακοσκεπής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πλακοσκεπής | η | πλακοσκεπής | το | πλακοσκεπές |
γενική | του | πλακοσκεπούς* | της | πλακοσκεπούς | του | πλακοσκεπούς |
αιτιατική | τον | πλακοσκεπή | την | πλακοσκεπή | το | πλακοσκεπές |
κλητική | πλακοσκεπή(ς) | πλακοσκεπής | πλακοσκεπές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πλακοσκεπείς | οι | πλακοσκεπείς | τα | πλακοσκεπή |
γενική | των | πλακοσκεπών | των | πλακοσκεπών | των | πλακοσκεπών |
αιτιατική | τους | πλακοσκεπείς | τις | πλακοσκεπείς | τα | πλακοσκεπή |
κλητική | πλακοσκεπείς | πλακοσκεπείς | πλακοσκεπή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πλακοσκεπής
- που είναι σκεπασμένος με πλάκες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλακοσκεπής
|