πλατωσιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλατωσιά | οι | πλατωσιές |
γενική | της | πλατωσιάς | των | πλατωσιών |
αιτιατική | την | πλατωσιά | τις | πλατωσιές |
κλητική | πλατωσιά | πλατωσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλατωσιά < ελληνιστική κοινή πλάτωσις + -ιά < αρχαία ελληνική πλατύς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλατωσιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) πλατιά και ανοικτή έκταση ή χώρος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλατωσιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)