ποικιλόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ποικιλόφωνος, -η, -ο
- αυτός που μιλάει ή τραγουδάει με ποικίλους τρόπους
- (συνεκδοχικά) πολύφωνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ποικιλόφωνος
|