πολιτικοστοχαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολιτικοστοχαστικός < πολιτικός + -ο- + στοχαστικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
πολιτικοστοχαστικός
- (σπάνιο) που στοχάζεται όσον αφορά στην πολιτική ή την πολιτική θεωρία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολιτικοστοχαστικός
|