πολιτότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολιτότητα < πολίτ(ης) + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική citoyenneté[1]ή αγγλική citizenship[1])
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /po.liˈto.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λι‐τό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολιτότητα θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος πολίτης οργανωμένης κοινωνίας, με δικαιώματα και υποχρεώσεις, η ιδιότητα του πολίτη
- ※ Όμως έχω να παρατηρήσω πως από τα σχέδια αυτά εξάγονται συμπεράσματα δίχως να προσδιορίζονται τα αίτια, ενώ παραμένουν ασχολίαστοι οι κύριοι παράγοντες που ευθύνονται για τη διαμόρφωση στερεότυπων αντιλήψεων και παραδοχών. Μιλάμε, τώρα, για μάθηση με σχέδια εργασίας που να καλλιεργούν την κριτική προσέγγιση μέσα από δεξιότητες ενεργής πολιτότητας. Πρόκειται, στην ουσία, για μια Παιδαγωγική Στρατηγική, απόρροια της Κριτικής Παιδαγωγικής θεωρίας, η οποία λειτουργεί όχι με όρους τυπικής μάθησης αλλά με όρους διερεύνησης της ευρύτερης κοινωνικής πράξης.
- Πολυδεύκης Ασωνίτης, Ο σεβασμός της διαφορετικότητας του άλλου στο σχολείο, Το Βήμα, 3 Ιανουαρίου 2013
- ※ Όμως έχω να παρατηρήσω πως από τα σχέδια αυτά εξάγονται συμπεράσματα δίχως να προσδιορίζονται τα αίτια, ενώ παραμένουν ασχολίαστοι οι κύριοι παράγοντες που ευθύνονται για τη διαμόρφωση στερεότυπων αντιλήψεων και παραδοχών. Μιλάμε, τώρα, για μάθηση με σχέδια εργασίας που να καλλιεργούν την κριτική προσέγγιση μέσα από δεξιότητες ενεργής πολιτότητας. Πρόκειται, στην ουσία, για μια Παιδαγωγική Στρατηγική, απόρροια της Κριτικής Παιδαγωγικής θεωρίας, η οποία λειτουργεί όχι με όρους τυπικής μάθησης αλλά με όρους διερεύνησης της ευρύτερης κοινωνικής πράξης.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολιτότητα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 πολιτότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)