πολυαισθητηριακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυαισθητηριακός η πολυαισθητηριακή το πολυαισθητηριακό
      γενική του πολυαισθητηριακού της πολυαισθητηριακής του πολυαισθητηριακού
    αιτιατική τον πολυαισθητηριακό την πολυαισθητηριακή το πολυαισθητηριακό
     κλητική πολυαισθητηριακέ πολυαισθητηριακή πολυαισθητηριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυαισθητηριακοί οι πολυαισθητηριακές τα πολυαισθητηριακά
      γενική των πολυαισθητηριακών των πολυαισθητηριακών των πολυαισθητηριακών
    αιτιατική τους πολυαισθητηριακούς τις πολυαισθητηριακές τα πολυαισθητηριακά
     κλητική πολυαισθητηριακοί πολυαισθητηριακές πολυαισθητηριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυαισθητηριακός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

πολυαισθητηριακός, -ή, -ό

  1. που χρησιμοποιεί πολλές αισθήσεις για να πετύχει το σκοπό του
    πολυαισθητηριακή διδασκαλία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]