πολυανθρακικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυανθρακικός < πολύ + άνθρακας + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική polycarbonic)
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυανθρακικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το πολυανθρακικό ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυανθρακικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)