πολυδάκρυτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυδάκρυτος < αρχαία ελληνική
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυδάκρυτος, -η, -ο
- που κάνει πολύ κόσμο να κλαίει
- η πολυδάκρυτη γιαγιά μας
- που αξίζει να κλάψει κανείς γι' αυτόν· μερικές φορές, χρησιμοποιείται με ειρωνική έννοια
- η πολυδάκρυτη ιστορία του νομοσχεδίου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυδάκρυτος
|