πολυεπιστημονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυεπιστημονικός < πολυ- + επιστημονικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική multidisciplinary[1] μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pluridisciplinaire[1] / multidisciplinaire[1])
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυεπιστημονικός
- (λόγιο) που έχει σχέση με περισσότερους του ενός επιστημονικούς κλάδους
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυεπιστημονικός
- ↑ 1,0 1,1 1,2 πολυεπιστημονικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πολυ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)