πολυκύλινδρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυκύλινδρος η πολυκύλινδρη το πολυκύλινδρο
      γενική του πολυκύλινδρου της πολυκύλινδρης του πολυκύλινδρου
    αιτιατική τον πολυκύλινδρο την πολυκύλινδρη το πολυκύλινδρο
     κλητική πολυκύλινδρε πολυκύλινδρη πολυκύλινδρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυκύλινδροι οι πολυκύλινδρες τα πολυκύλινδρα
      γενική των πολυκύλινδρων των πολυκύλινδρων των πολυκύλινδρων
    αιτιατική τους πολυκύλινδρους τις πολυκύλινδρες τα πολυκύλινδρα
     κλητική πολυκύλινδροι πολυκύλινδρες πολυκύλινδρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυκύλινδρος < πολύ + κύλινδρος

Επίθετο[επεξεργασία]

πολυκύλινδρος, -ος/-η, -ο

  1. που φέρει πολλούς κυλίνδρους
  2. που συγκροτείται από πολλούς κυλίνδρους
    πολυκύλινδρος μηχανή

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]