πολυκύλινδρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυκύλινδρος, -ος/-η, -ο
- που φέρει πολλούς κυλίνδρους
- που συγκροτείται από πολλούς κυλίνδρους
- πολυκύλινδρος μηχανή
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυκύλινδρος
|