πολυμεταλλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυμεταλλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polymetallism < αρχαία ελληνική πολύς + μέταλλον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πολυμεταλλισμός αρσενικό
- (οικονομία) νομισματικό σύστημα στο οποίο γίνεται χρήση περισσότερων του ενός μετάλλων
- (οδοντιατρική) η χρήση πολλών και διαφορετικών μετάλλων ή αμαλγαμάτων από πολλά μέταλλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυμεταλλισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Οδοντιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)