πολυφυλετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολυφυλετικός < πολυ- + φυλετικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
[επεξεργασία]πολυφυλετικός, -ή, -ό
- που έχει καταγωγή από πολλές φυλές
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυφυλετικός αρσενικό
- μιγάς, άτομο με σύνθετη καταγωγή
Σημειώσεις
[επεξεργασία]θεωρείται πιο κόσμιος όρος απ' τον όρο μιγάς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολυφυλετικός
|