πολύπραγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πολύπραγος, -η, -ο
- που ασχολείται με πολλά πράγματα / θέματα, ο πολυπράγμονας
- που επινοεί πολλά πράγματα, ο πολυμήχανος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολύπραγος
|