πολύτιμος λίθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολύτιμος λίθος < → λείπει η ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
πολύτιμος λίθος αρσενικό
- το ορυκτό πέτρωμα με ιδιαίτερη λάμψη ή/και σκληρότητα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή κοσμημάτων κι έχει μεγάλη αξία
- (ειδικότερα) το διαμάντι, το ζαφείρι, το ρουμπίνι και το σμαράγδι σε αντιδιαστολή με τους ημιπολύτιμους λίθους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολύτιμος λίθος