πολύτιμος λίθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολύτιμος λίθος < λείπει η ετυμολογία

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

πολύτιμος λίθος αρσενικό

  1. το ορυκτό πέτρωμα με ιδιαίτερη λάμψη ή/και σκληρότητα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή κοσμημάτων κι έχει μεγάλη αξία
  2. (ειδικότερα) το διαμάντι, το ζαφείρι, το ρουμπίνι και το σμαράγδι σε αντιδιαστολή με τους ημιπολύτιμους λίθους

Μεταφράσεις[επεξεργασία]