Μετάβαση στο περιεχόμενο

πολύτιμος λίθος

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολύτιμος λίθος < λείπει η ετυμολογία

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

πολύτιμος λίθος αρσενικό

  1. το ορυκτό πέτρωμα με ιδιαίτερη λάμψη ή/και σκληρότητα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή κοσμημάτων κι έχει μεγάλη αξία
  2. (ειδικότερα) το διαμάντι, το ζαφείρι, το ρουμπίνι και το σμαράγδι σε αντιδιαστολή με τους ημιπολύτιμους λίθους

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]