πολύτιμος λίθος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολύτιμος λίθος < → λείπει η ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]πολύτιμος λίθος αρσενικό
- το ορυκτό πέτρωμα με ιδιαίτερη λάμψη ή/και σκληρότητα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή κοσμημάτων κι έχει μεγάλη αξία
- (ειδικότερα) το διαμάντι, το ζαφείρι, το ρουμπίνι και το σμαράγδι σε αντιδιαστολή με τους ημιπολύτιμους λίθους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολύτιμος λίθος