πονηρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πονηρία | οι | πονηρίες |
γενική | της | πονηρίας | των | πονηριών |
αιτιατική | την | πονηρία | τις | πονηρίες |
κλητική | πονηρία | πονηρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πονηρία < αρχαία ελληνική πονηρία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πονηρία θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πονηρία | οι | πονηρίες |
γενική | της | πονηρίας | των | πονηριών |
αιτιατική | την | πονηρία | τις | πονηρίες |
κλητική | πονηρία | πονηρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πονηρία < πονηρεύομαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πονηρία θηλυκό