πονηρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πονηρία οι πονηρίες
      γενική της πονηρίας των πονηριών
    αιτιατική την πονηρία τις πονηρίες
     κλητική πονηρία πονηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πονηρία < αρχαία ελληνική πονηρία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πονηρία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πονηρία οι πονηρίες
      γενική της πονηρίας των πονηριών
    αιτιατική την πονηρία τις πονηρίες
     κλητική πονηρία πονηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πονηρία < πονηρεύομαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πονηρία θηλυκό

  1. η πονηριά, μοχθηρία, κακία
    ἡ μωρία . . ἀδελφὴ τῆς πονηρίας ἔφυ
  2. η κακή κατάσταση (υγείας, ψυχής κ.λπ.)