ποταμοχειμάρρειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποταμοχειμάρρειος η ποταμοχειμάρρεια το ποταμοχειμάρρειο
      γενική του ποταμοχειμάρρειου της ποταμοχειμάρρειας του ποταμοχειμάρρειου
    αιτιατική τον ποταμοχειμάρρειο την ποταμοχειμάρρεια το ποταμοχειμάρρειο
     κλητική ποταμοχειμάρρειε ποταμοχειμάρρεια ποταμοχειμάρρειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποταμοχειμάρρειοι οι ποταμοχειμάρρειες τα ποταμοχειμάρρεια
      γενική των ποταμοχειμάρρειων των ποταμοχειμάρρειων των ποταμοχειμάρρειων
    αιτιατική τους ποταμοχειμάρρειους τις ποταμοχειμάρρειες τα ποταμοχειμάρρεια
     κλητική ποταμοχειμάρρειοι ποταμοχειμάρρειες ποταμοχειμάρρεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποταμοχειμάρρειος < ποταμός + -ο- + χείμαρρος + -είος

Επίθετο[επεξεργασία]

ποταμοχειμάρρειος, -α, -ο

  • που έχει σχέση με ποταμό που ενίοτε γίνεται χείμαρρος ή αναφέρεται σ' αυτόν
    Η μεσοελληνική αύλακα άρχιζε από την περιοχή της Αλβανίας και επεκτεινόταν προς νότο. Ήταν σημαντικού πάχους με γενικά χαρακτηριστικά θαλάσσιας και ποταμοχειμάρριας φάσεως.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]