πουαντιγισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πουαντιγισμός οι πουαντιγισμοί
      γενική του πουαντιγισμού των πουαντιγισμών
    αιτιατική τον πουαντιγισμό τους πουαντιγισμούς
     κλητική πουαντιγισμέ πουαντιγισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πουαντιγισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pointillisme < pointiller < point < λατινική punctum < punctus < pungo

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pu.a.di.ʝiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: που‐α‐ντι‐γι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πουαντιγισμός αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]