πουλάνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πουλάνι τα πουλάνια
      γενική του πουλανιού των πουλανιών
    αιτιατική το πουλάνι τα πουλάνια
     κλητική πουλάνι πουλάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πουλάνι < ελληνιστική κοινή ὑπολήνιον[1]

Πηγές[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /puˈla.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: που‐λά‐νι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πουλάνι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]