πραγματοκρατία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πραγματοκρατία οι πραγματοκρατίες
      γενική της πραγματοκρατίας των πραγματοκρατιών
    αιτιατική την πραγματοκρατία τις πραγματοκρατίες
     κλητική πραγματοκρατία πραγματοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πραγματοκρατία < πράγμα + -ο- + -κρατία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική réalisme)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πραγματοκρατία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]