προειρημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προειρημένος η προειρημένη το προειρημένο
      γενική του προειρημένου της προειρημένης του προειρημένου
    αιτιατική τον προειρημένο την προειρημένη το προειρημένο
     κλητική προειρημένε προειρημένη προειρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προειρημένοι οι προειρημένες τα προειρημένα
      γενική των προειρημένων των προειρημένων των προειρημένων
    αιτιατική τους προειρημένους τις προειρημένες τα προειρημένα
     κλητική προειρημένοι προειρημένες προειρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προειρημένος < αρχαία ελληνική προειρημένος < προ- + εἰρημένος

Μετοχή[επεξεργασία]

προειρημένος, -η, -ο

  1. που έχει ειπωθεί προηγουμένως, για τον οποίο έχουν μιλήσει ήδη
  2. (σαν ουσιαστικό) τα προειρημένα: αυτά που έχουν ήδη παρουσιαστεί, τα θέματα για τα οποία έχουμε ήδη μιλήσει

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]