προεκτοπιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προεκτοπιστικός < προεκτοπίζω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική preemptional)
Επίθετο[επεξεργασία]
προεκτοπιστικός
- (πληροφορική) που έχει σχέση με προεκτόπιση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προεκτοπιστικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)