προκάτοχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκάτοχος η προκάτοχος
προκάτοχη
το προκάτοχο
      γενική του προκατόχου
προκάτοχου
της προκατόχου
προκάτοχης
του προκατόχου
προκάτοχου
    αιτιατική τον προκάτοχο την προκάτοχο
προκάτοχη
το προκάτοχο
     κλητική προκάτοχε προκάτοχε
προκάτοχη
προκάτοχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκάτοχοι οι προκάτοχοι
προκάτοχες
τα προκάτοχα
      γενική των προκατόχων
προκάτοχων
των προκατόχων
προκάτοχων
των προκατόχων
προκάτοχων
    αιτιατική τους προκατόχους
προκάτοχους
τις προκατόχους
προκάτοχες
τα προκάτοχα
     κλητική προκάτοχοι προκάτοχοι
προκάτοχες
προκάτοχα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προκάτοχος < προ- + κάτοχος

Επίθετο[επεξεργασία]

προκάτοχος, -ος/-η, -ο

  • αυτός που κατείχε τη θέση μου πριν από μένα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]