προσθιοπίσθιος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]προσθιοπίσθιος, -α, -ο
- (ανατομία) που εκτείνεται από μπροστά μέχρι πίσω
- προσθιοπίσθιος άξονας
- προσθιοπίσθια ακτινογραφία/προβολή
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσθιοπίσθιος