προσθιοπίσθιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
προσθιοπίσθιος, -α, -ο
- (ανατομία) που εκτείνεται από μπροστά μέχρι πίσω
- προσθιοπίσθιος άξονας
- προσθιοπίσθια ακτινογραφία/προβολή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσθιοπίσθιος