προσκυρωτέος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσκυρωτέος η προσκυρωτέα το προσκυρωτέο
      γενική του προσκυρωτέου της προσκυρωτέας του προσκυρωτέου
    αιτιατική τον προσκυρωτέο την προσκυρωτέα το προσκυρωτέο
     κλητική προσκυρωτέε προσκυρωτέα προσκυρωτέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσκυρωτέοι οι προσκυρωτέες τα προσκυρωτέα
      γενική των προσκυρωτέων των προσκυρωτέων των προσκυρωτέων
    αιτιατική τους προσκυρωτέους τις προσκυρωτέες τα προσκυρωτέα
     κλητική προσκυρωτέοι προσκυρωτέες προσκυρωτέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσκυρωτέος < προσκυρώνω + -τέος

Επίθετο[επεξεργασία]

προσκυρωτέος, -α, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • προσκυρωτέος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)