πρόγαμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόγαμος αρσενικό
- (ιδιωματικό) η συγκέντρωση του γαμπρού ή / και της νύφης μαζί με συγγενείς και φίλους, ώστε να γιορτάσουν τον επικείμενο γάμο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρόγαμος
|