πυγίδιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πυγίδιον | τὰ | πυγίδιᾰ |
γενική | τοῦ | πυγιδίου | τῶν | πυγιδίων |
δοτική | τῷ | πυγιδίῳ | τοῖς | πυγιδίοις |
αιτιατική | τὸ | πυγίδιον | τὰ | πυγίδιᾰ |
κλητική ὦ! | πυγίδιον | πυγίδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυγιδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πυγιδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυγίδιον < πυγ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πυγίδιον ουδέτερο [πῡγῐδῐον]
- υποκοριστικό του πυγή, το κωλαράκι, μικρά οπίσθια
- ※ εὐθὺς διὰ τοὺς στεφάνους ἐπ᾽ ἄκρων τῶν πυγιδίων ἐκάθησθε. Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς (Ἀχαρνεῖς), στίχος 638)
- αμέσως για τα στεφάνια, στην άκρη του πωπού σας κάθεστε (σε ελεύθερη μετάφραση: «μόλις ακούτε για στεφάνια, κάθεστε σούζα»)
- ※ εὐθὺς διὰ τοὺς στεφάνους ἐπ᾽ ἄκρων τῶν πυγιδίων ἐκάθησθε. Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς (Ἀχαρνεῖς), στίχος 638)
Πηγές
[επεξεργασία]- πυγίδιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πυγίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίδιον (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)